«"Στην πραγματικότητα, αυτό που μας γοητεύει στην Ιστορία δύο πόλεων δεν είναι οι λόγοι που συνήθως μας θέλγουν στον συγγραφέα τους, αλλά το αντίθετό τους", γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ στον οδηγό του για την Ιστορία δύο πόλεων (Charles Dickens's A Tale of Two Cities, Chelsea House, 2007). "Ο χαρακτήρας των προσώπων, ένα δυνατό σημείο του Ντίκενς, αντικαθίσταται από τον αλησμόνητο χαρακτήρα του πλήθους, που "εκείνη την εποχή δε σταματούσε πουθενά κι ήταν ένα τέρας που το έτρεμαν". Παρόμοια, δεν απολαμβάνουμε την Ιστορία δύο πόλεων για το συναίσθημά της, αλλά για τη βία της. Το μυθιστόρημα είναι αναμφίβολα το πιο θυμωμένο βιβλίο του Ντίκενς, επειδή η οργή εδώ είναι ακαταπράυντη. Ο θάνατος και η σήψη βασιλεύουν στους δρόμους του Λονδίνου, και του Παρισιού επίσης.
Ο όχλος βάφει το στόμα του με κρασί κόκκινο σαν αίμα· η γκιλοτίνα κόβει· μύγες βουίζουν γύρω από πλήθη διψασμένα για καταδίκες σε θάνατο στο Ολντ Μπέιλι. Κλητήρες τραπεζών επιδίδονται στην τυμβωρυχία, γλυκές μεσήλικες κυρίες πυροβολούν με πιστόλια, και οι πάντες είναι διεφθαρμένοι και μέθυσοι. Και στο βάθος ακούμε το αδυσώπητο, ασταμάτητο κλικ-κλικ που κάνουν οι βελόνες της Μαντάμ Ντεφάρζ καθώς πλέκει την εκδίκησή της". Ωστόσο, όσο κι αν έχει δίκιο σε τούτο ο Μπλουμ, η παρατήρησή του δεν είναι ολότελα ορθή, γιατί ο χαρακτήρας του τραγικού γιατρού, που απελπισμένος στα χρόνια της φυλάκισής του καταφεύγει στην τσαγκαρική, εντυπώνεται στη μνήμη του αναγνώστη και, ακόμα περισσότερο, χαράζεται ανεξίτηλος ο χαρακτήρας του Σίντνεϊ Κάρτον, του έκλυτου δικηγόρου, που σ' όλο το μυθιστόρημα είναι δεύτερο πρόσωπο, για να αναδειχτεί στο τέλος σε ηρωικό πρωταγωνιστή του» αναφέρει, μεταξύ άλλων, στον Πρόλογο του έργου, ο μεταφραστής του.